σκορπιομάχος

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπιομᾰ́χος Medium diacritics: σκορπιομάχος Low diacritics: σκορπιομάχος Capitals: ΣΚΟΡΠΙΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: skorpiomáchos Transliteration B: skorpiomachos Transliteration C: skorpiomachos Beta Code: skorpioma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, fighting with scorpions, (ἀκρίς) Arist.Mir. 844b24.

Russian (Dvoretsky)

σκορπιομάχος: (ᾰ) ведущий борьбу со скорпионами (ἀκρίς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σκορπιομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς σκορπίους μαχόμενος, ἀκρὶς Ἀριστ. π. Θαυμασ. 139.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μάχεται χρησιμοποιώντας σκορπιούς («σκορπιομάχος ἀκρίς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος «πολεμική μηχανή» + -μάχος (< μάχομαι)].