σκυθρωπότης

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυθρωπότης Medium diacritics: σκυθρωπότης Low diacritics: σκυθρωπότης Capitals: ΣΚΥΘΡΩΠΟΤΗΣ
Transliteration A: skythrōpótēs Transliteration B: skythrōpotēs Transliteration C: skythropotis Beta Code: skuqrwpo/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, sullenness, Hp.Coac.210, D.H.Rh.11.8.

German (Pape)

[Seite 907] ητος, ἡ, das Wesen des σκυθρωπός, finsteres, mürrisches Wesen; Hippocr.; Luc. Icar. 5.

Russian (Dvoretsky)

σκυθρωπότης: ητος ἡ угрюмость (προσώπου Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρωπότης: -ητος, ἡ, ὁ σκυθρωπὸς χαρακτήρ, μελαγχολία, κατήφεια, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 152D, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 8.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυθρωπότης -ητος, ἡ [σκυθρωπός] somberheid, ernst.