σκυρθαλίας
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
σκυρθαλίας: σκυρθάλιος, σκυρθάνιος, ἴδε κυρσάνιος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυρθάλια· Θεόφραστος τοὺς ἐφήβους οὕτω φησὶ καλεῖσθαι, Διονύσιος δὲ τοὺς μείρακας», καὶ «σκυρθάλιος· νεανίσκος».
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) έφηβος, νεανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυρθάλιος «νεανίσκος» + επίθημα -ίας (πρβλ. νεανίας)].