σκυροκονίαμα

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

και σκιροκονίαμα και σκιρροκονίαμα, το, Ν
το σκυρόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + κονίαμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στο ημερολόγιο Νέα Ελλάς].