σκυφτός

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σκύβω
αυτός που περπατάει, στέκεται ή κάθεται με σκυμμένο το κεφάλι.
επίρρ...
σκυφτά Ν
με τον κορμό κεκαμμένο προς τα εμπρός και το πρόσωπο να βλέπει προς τα κάτω.