σμάρι

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72

Greek Monolingual

το, Ν
1. νέο σμήνος μελισσών, γονίδι, γόνος
2. μτφ. μεγάλο πλήθος, ιδίως ανθρώπων («ένα σμάρι παιδιά έπαιζαν στην αλάνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < -σμάρι-ον, υποκορ. του αρχ. ἑσμός «σμήνος», με σίγηση του αρκτικού ε-].