σμινύδιον

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

German (Pape)

[Seite 911] τό, dim. von σμινύη (?).

Russian (Dvoretsky)

σμῐνύδιον: τό небольшая кирка Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σμῐνύδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 372.

Greek Monolingual

τὸ, Α σμινύη
υποκορ. του σμινύη.