σοβαρότητα
From LSJ
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
Greek Monolingual
η / σοβαρότης, -ητος, ΝΜΑ σοβαρός
νεοελλ.
1. αξιοπρέπεια, σπουδαιότητα
2. εμβρίθεια, βαθύτητα
3. κρισιμότητα
μσν.-αρχ.
αλαζονεία, αγέρωχο ύφος.