σουβλί

From LSJ

Greek Monolingual

το / σουβλί(ο)ν, ΝΜ, και σουγλί Ν σούβλα / σούγλα
1. μικρή σούβλα
2. καθετί το οξύ, το μυτερό
3. μεταλλικό εργαλείο τών υποδηματοποιών με το οποίο τρυπούν το δέρμα.