Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
το / σουβλί(ο)ν, ΝΜ, και σουγλί Ν σούβλα / σούγλα
1. μικρή σούβλα
2. καθετί το οξύ, το μυτερό
3. μεταλλικό εργαλείο τών υποδηματοποιών με το οποίο τρυπούν το δέρμα.