σουγχώρεισις
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek (Liddell-Scott)
σουγχώρεισις: (συγχώρησις), Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ Βοιωτ. CIG. 1569· ―σουνχωρειθὲν (συγχωρηθὲν) Bull. de cor. hell. III.462.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. συγχώρηση.