σπέργουλος
From LSJ
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
English (LSJ)
ὀρνιθάριον ἄγριον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σπέργουλος: ὁ, μικρὸν πτηνόν στρουθίον, «ὀρνιθάριον ἄγριον» Ἡσύχ., πρβλ. Λοβεκ. Παθ. 24.
Greek Monolingual
και πέργουλος ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὀρνιθάριον ἄγριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σπέργουλος / πέργουλος είναι παρλλ. τ. της λ. σποργίλος και προήλθε πιθ. από έναν δωρ. τ. σπεργ-ύλος, όπου η κατάλ. προφέρθηκε ως -ουλος].
Frisk Etymological English
See also: s. σποργίλος