σπίδα

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

η, Ν
το ιοβόλο φίδι ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίδα, με σίγηση του αρκτικού α-].