σπαργάνωση

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

η / σπαργάνωσις, -ώσεως, ΝΑ [[σπαργανῶ, -ώνω]]
σπαργάνωμα
νεοελλ.
(παρασιτ.) προνυμφική παρασιτική διαταραχή που οφείλεται στην προνύμφη του δεύτερου σταδίου, ή πληροκερκοειδές ή σπάργανο, ορισμένων κεστωδών σκωλήκων, όπως λ.χ. τών ψευδοφυλλιδίων και τών βοθριοκεφάλων.