σπαταλός
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
German (Pape)
[Seite 918] schwelgerisch, üppig, Aufwand machend; παλλακίδες, Rufin. 37 (V, 27); Philo u. a. Sp.; κλέμματα, Rufin. 1 (V, 18).
Russian (Dvoretsky)
σπᾰτᾰλός:
1 живущий в роскоши (παλλακίδες Anth.);
2 роскошный, обильный (κλέμματα Anth.).