σπερματοθήκη

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτοθήκη: ἡ, ἀποθήκη σπερμάτων, σιτοβολών, Ψελλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜ και σπερμοθήκη, Ν
νεοελλ.
1. ζωολ. θυλακοειδές όργανο τών θηλυκών και ερμαφρόδιτων ασπονδυλων, αναλογικό προς τις γεννητικές οδούς ορισμένων θηλυκών ζώων στο οποίο συσσωρεύεται το σπέρμα του αρσενικού και διατηρείται ζωντανό και γόνιμο στο υγρό της σπερματοθήκης για μακρά χρονική περίοδο, αλλ. σπερματικός υποδοχέας
2. βοτ. το μέρος του φυτού ή του καρπού του στο οποίο περικλείονται τα σπέρματα
μσν.
σιταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + θήκη. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. spermatotheca].