σπλαγχνοκράνιο

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ανατ. τμήμα του κεφαλικού σκελετού που περιλαμβάνει το γναθικό, το υοειδικό και βραγχιακό τόξο τών υδρόβιων σπονδυλοζώων και τα ομόλογα τών χερσόβιων σπονδυλοζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splanchnocranium (< σπλάγχνο + κρανίο)].