σποριάγγειο
From LSJ
Greek Monolingual
και σποράγγειο, το, Ν
βοτ. όργανο τών κρυπτόγαμων φυτών μέσα στο οποίο σχηματίζονται τα σπόρια και μπορεί να είναι απλό και μονοκυτταρικό ή πολυκυτταρικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporangium < νεολατ. sporangium (< σπόρος + αγγείον), ενώ ο τ. σποριάγγειο (< σπόρια + αγγείον). Η λ. σποράγγειον μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο, ενώ η λ. σποριάγγειον μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].