σπυράκι

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

το, Ν σπυρί
1. μικρό σπυρί
2. κοινή ονομασία ενός είδους του φυτού του ράμνος.