οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
η, Νσταγόνα, στάλα, σταλαγματιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάλα + επίθημα -ίδα (πρβλ. σταλαμίδα)].