σταλίστρα

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek Monolingual

η, Ν
σκιερός τόπος για το στάλισμα τών αιγοπροβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταλίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάστρα)].