στάλισμα

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source

Greek Monolingual

το, Ν σταλίζω
η ανάπαυση του κοπαδιού σε σκιερό μέρος, στάλος.