σταλίζω

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

Ν στάλος / σταλός]]
1. (μτβ.) οδηγώ το κοπάδι σε σκιερό μέρος το μεσημέρι για ανάπαυση
2. (αμτβ.) (για ζώα) αναπαύομαι, σταλιάζω
3. συνεκδ. μτφ. παραμένω κάπου.