σταλοῦχος

From LSJ

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στᾱλοῦχος Dor. voor στηλοῦχος.