σταχυοτόμος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ὁ, = Lat. tribulum, Charis.p.554 K.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυοτόμος: -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, Γραμμ.· -σταχυοτομέω, θερίζω σῖτον, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρὸδ. Δ. 982. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.
Greek Monolingual
και σταχυητόμος, -ον, Α
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σταχυοτόμος
θεριστική μηχανή
2. φρ. «σταχυητόμον ὅπλον» — το δρεπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος, + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμητόμος. Το συνδ. φων. -η- του τ. σταχυητόμος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].