στείομεν

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

German (Pape)

[Seite 933] ep. für στῶμεν, conj.aor. II. von ἵστημι, Il. 15, 297.

Russian (Dvoretsky)

στείομεν: эп. (= στῶμεν) 1 л. pl. aor. 2 conjct. к ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

στείομεν: Ἐπικ. α΄ πληθ. ὑποτ. ἀορ. β΄τοῦ ἵστημι, Ἰλ. Ο. 297· πρβλ. βείομεν ἀντὶ βῶμεν, τραπείομεν ἀντὶ τραπῶμεν, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στείοντες· ἱστάμενοι».

English (Autenrieth)

see ἵστημι.

Greek Monotonic

στείομεν: Επικ. αντί στῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του ἵστημι.