στεατίνη

From LSJ

νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement

Source

Greek Monolingual

η, Ν
χημ. συνοπτική ονομασία τών εστέρων του στεατικού οξέος με τη γλυκερίνη, που αναφέρεται συχνά στην τριστεατίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. steatine (< στέαρ, -ατος). Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Β. Λάκωνα].