στεγνότητα
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
η / στεγνότης, -ητος, ΝΜΑ στεγνός
νεοελλ.
η ιδιότητα του στεγνού, το να είναι στεγνό κάτι
μσν.-αρχ.
στεγανότητα, το να είναι κάτι υδατοστεγές ή αεροστεγές
αρχ.
δυσκοιλιότητα.