στεγνότητα

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

η / στεγνότης, -ητος, ΝΜΑ στεγνός
νεοελλ.
η ιδιότητα του στεγνού, το να είναι στεγνό κάτι
μσν.-αρχ.
στεγανότητα, το να είναι κάτι υδατοστεγές ή αεροστεγές
αρχ.
δυσκοιλιότητα.