Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → He whom the gods love dies young
στειρῶ, -όω, ΝΜΑ1. καθιστώ κάτι στείρο, στέρφο2. καθιστώ μη παραγωγικό, μη καρποφόρο κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. στειρῶ, -όω < στεῖρα «αυτή που δεν έχει ακόμη αποκτήσει παιδιά», ενώ ο νεοελλ. τ. στειρώνω < στείρος, -α, -ο].