στεροπά

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

English (Slater)

στεροπά lightning flash λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες στεροπᾶς (P. 4.198) Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν (P. 6.24) “υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” (I. 8.37)

Russian (Dvoretsky)

στεροπά: ἡ дор. = στεροπή.