στηθολαλιά
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ.
1. φαινόμενο που παρατηρείται κατά την ακρόαση του θώρακα και συνίσταται στο ότι η φωνή και ο βήχας του αρρώστου φαίνονται να βγαίνουν απευθείας από το στήθος, κυρίως σε περιπτώσεις ύπαρξης μεγάλων κοιλοτήτων στον πνεύμονα
2. φρ. «άφωνη στηθολαλιά» — ακροαστικό φαινόμενο που συνίσταται στο ότι ο γιατρός ακούει τον άρρωστο, που ψιθυρίζει, σαν να μιλά μεγαλόφωνα και που παρατηρείται σε περιπτώσεις ύπαρξης άφθονου εξιδρώματος στον υπεζωκότα.