στηλουργός

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

German (Pape)

[Seite 941] s. σταλουργός.

Russian (Dvoretsky)

στηλουργός: дор. στᾱλουργός 2 увенчанный надгробным столбом (τύμβος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

στηλουργός: ἴδε σταλουργός.

Greek Monolingual

-όν, Α
βλ. σταλουργός.