στηλουργός
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
German (Pape)
[Seite 941] s. σταλουργός.
Russian (Dvoretsky)
στηλουργός: дор. στᾱλουργός 2 увенчанный надгробным столбом (τύμβος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
στηλουργός: ἴδε σταλουργός.
Greek Monolingual
-όν, Α
βλ. σταλουργός.