στητός
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
-ή, -ό, Ν στήνω
1. όρθιος και ακίνητος, ευθυτενής, ντούρος
2. (για στήθος ή θώρακα) προτεταμένος, σφριγηλός
3. μτφ. καμαρωτός
4. το ουδ. ως ουσ. το στητό και στηστό
είδος παιχνιδιού.
επίρρ...
στητά
κατά τρόπο στητό.