θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
-ή, -ό, Ν στήνω
1. όρθιος και ακίνητος, ευθυτενής, ντούρος
2. (για στήθος ή θώρακα) προτεταμένος, σφριγηλός
3. μτφ. καμαρωτός
4. το ουδ. ως ουσ. το στητό και στηστό
είδος παιχνιδιού.
επίρρ...
στητά
κατά τρόπο στητό.