στιλβηδόνα
From LSJ
Greek Monolingual
η / στιλβηδών, -όνος, ΝΜΑ
στιλπνότητα, λαμπρότητα, στίλβη
μσν.-αρχ.
ακτινοβολία (α. «στιλβηδόνες ὀφθαλμῶν», Φιλόδ.
β. «ἡ τῶν ὅπλων στιλβηδῶν», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω + εκφρ. επίθημα -ηδών (πρβλ. ἀχθηδών, λαμπηδών)].