στλέγγος
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
v. στλεγγίς.
German (Pape)
[Seite 945] τό, seltene Nebenform von στλεγγίς, s. zu Greg. Cor. 28.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. στλεγγίδα.
Translations
strigil
be: стрыгіль; ca: estrígil; de: Strigilis; el: στλεγγίδα; grc: στεγγίς, στλέγγος, στεργίς, τλεγγίς, στελεγγίς, στελγίς, στλεγγίς; en: strigil; es: estrígil; eu: estrigil; fr: strigile; he: סטריגיל; it: strigile; ja: 肌かき器; la: strigilis; mk: стригил; pt: estrígil; ru: стригиль; sh: strigil; sv: strigel; uk: стригіль