στοιχειοθετώ
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
Ν
1. σχηματίζω στο συνθετήριο λέξεις ή στίχους με τυπογραφικά στοιχεία
2. χτυπώ τα πλήκτρα λινοτυπικής ή μονοτυπικής μηχανής για τον σχηματισμό στίχων
3. κάνω φωτοσύνθεση, κάνω φωτοστοιχειοθεσία
4. μτφ. (για πράξεις, ενέργειες, εκδηλώσεις) θεμελιώνω («με βάση τα δικαιολογητικά που υπέβαλε, ο ενδιαφερόμενος δεν στοιχειοθετεί το δικαίωμα συνταξιοδότησής του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχειοθέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκ. Βυζαντίου].