ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Ν στόχος1. κατευθύνω τη βολή του όπλου προς τον στόχο, σκοπεύω2. προσπαθώ να επιτύχω κάτι, επιδιώκω, αποσκοπώ σε κάτι.