στρεψαύχην
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, neck-twisting, Theopomp.Com.54.
German (Pape)
[Seite 954] ενος, ὁ, ἡ, mit gedrehtem, gewundenem Halse, κώθων, Theopomp. com. bei Ath. XI, 483 e.
Greek (Liddell-Scott)
στρεψαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ στρέφων, περιστρέφων τὸν αὐχένα, ἴδε ἐν λέξ. κώθων.
Greek Monolingual
-ενος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που στρέφει τον αυχένα
2. φρ. «κώθων στρεψαύχην» — δοχείο με περιεστραμμένο λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αορ. ἐ-στρεψ-α του στρέφω + αύχήν, -ένος].