στρεψόδικης
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Greek Monolingual
ο, Ν
ο στρεψόδικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αόρ. έστρεψα του στρέφω + -δίκης (< δίκη). Η λ. μαρτυ ρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλ. Βυζαντίου].