στριφτάρι

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

και στριφτάλι, το, Ν στριφτός
1. στροφέας
2. (ιδίως) το κλειδί με το οποίο τεντώνονται οι χορδές τών μουσικών οργάνων, κόλλαβος.