στρουθόνι

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το φυτό στρουθίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στρουθί (I)].