Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
[Seite 960] wie στυφός, στυφνός, στρυφνός, zusammengezogen, dicht, fest, Arist. H. A. 2, 17, zw., u. Sp.
-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) στυφρόν
«στερέμνιον
βαρύ».