συγκοιμητής

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοιμητής Medium diacritics: συγκοιμητής Low diacritics: συγκοιμητής Capitals: ΣΥΓΚΟΙΜΗΤΗΣ
Transliteration A: synkoimētḗs Transliteration B: synkoimētēs Transliteration C: sygkoimitis Beta Code: sugkoimhth/s

English (LSJ)

συγκοιμητοῦ, ὁ, bedfellow, Hsch. s.v. ἐπευνακταί.

German (Pape)

[Seite 968] ὁ, der Beischläfer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοιμητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκοιμώμενος μετά τινος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπευνα(κ)ταί.

Greek Monolingual

ὁ, Α συγκοιμῶμαι
(κατά τον Ησύχ.) σύνευνος.