συμμέθεξις
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
-εως, ἡ, participation in, τῶν χαλεπῶν Arist.EE1245b34.
German (Pape)
[Seite 981] ἡ, die Mittheilnahme, Arist. eth. 8, 12.
Greek (Liddell-Scott)
συμμέθεξις: ἡ, τὸ ὁμοῦ μετέχειν, συμμετοχή, τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 7. 12, 20.
Russian (Dvoretsky)
συμμέθεξις: εως ἡ (совместное) участие (τινος Arst.).