συμμειγνύω

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμειγνύω Medium diacritics: συμμειγνύω Low diacritics: συμμειγνύω Capitals: ΣΥΜΜΕΙΓΝΥΩ
Transliteration A: symmeignýō Transliteration B: symmeignyō Transliteration C: symmeignyo Beta Code: summeignu/w

English (LSJ)

v. συμμείγνυμι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α
βλ. συμμιγνύω.