συμφαίνω

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source

Greek Monolingual

ΜΑ φαίνω
μέσ. συμφαίνομαι
εμφανίζομαι ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
μσν.
λάμπω μαζί με κάποιον άλλο.