συνανασπώ

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
τραβώ προς τα επάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνασπῶ «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»].