συναφικνούμαι

From LSJ

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source

Greek Monolingual

-έομαι, ΜΑ
φθάνω κάπου μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφικνοῦμαι «φθάνω, έρχομαι»].