συναφικνούμαι

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

Greek Monolingual

-έομαι, ΜΑ
φθάνω κάπου μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφικνοῦμαι «φθάνω, έρχομαι»].