ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
-έομαι, ΜΑφθάνω κάπου μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφικνοῦμαι «φθάνω, έρχομαι»].