σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
-έομαι, ΜΑφθάνω κάπου μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφικνοῦμαι «φθάνω, έρχομαι»].